σύμβαμα

σύμβαμα
το, ΝΜΑ [συμβαίνω]
ό,τι συμβαίνει τυχαία, τυχαίο γεγονός
μσν.-αρχ.
δυστύχημα, ατυχία
αρχ.
(φιλοσ.) (ως όρος τών στωικών) κατηγόρημα, πλήρες ρηματικό κατηγορούμενο, όπως λ.χ. Σωκράτης περιπατεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σύμβαμα — chance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύμβαμα — σύμβαμα , σύμβαμα chance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβαμάτων — σύμβαμα chance neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβάμασι — σύμβαμα chance neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβάμασιν — σύμβαμα chance neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβάματα — σύμβαμα chance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβάματι — σύμβαμα chance neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβάματος — σύμβαμα chance neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασύμβαμα — το, ΜΑ (στην ορολογία τών Στωικών) δευτερεύον συμβάν, δευτερεύον περιστατικό μετά το πρώτο, το κύριο σύμβαμα αρχ. γραμμ. απρόσωπο ρήμα συντασσόμενο με αιτιατική. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σύμβαμα (< συμβαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • επανεβαίνω — ἐπανεβαίνω (Μ) (γ πρόσ.) 1. φθάνει, πλησιάζει κάτι («σὲ ἐπανέβη ὁ θάνατος», Διγεν. Ακρ.) 2. συμβαίνει κάτι («καὶ ἄλλον σύμβαμα ὁποὺ τοὺς ἐπανέβην», Χρον. Τόκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”